- ἐπιλήπτωρ
- ἐπιλήπτ-ωρ, ορος, ὁ,A censurer, Ζήνωνος πάντων ἐπιλήπτορος Timo 45.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιλήπτορος — ἐπιλήπτωρ censurer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)